- ἀξουγγία
- ἀξουγγία, ἡ,A tallow, grease, Crateuas Fr.3, al., Gal.12.419:—also [full] ἀξούγγιον, τό, Aët.12.1, Gal.13.57, Hippiatr.105; cf. ὀξούγγιον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀξουγγίας — ἀξουγγίᾱς , ἀξουγγία tallow fem acc pl ἀξουγγίᾱς , ἀξουγγία tallow fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξουγγίαν — ἀξουγγίᾱν , ἀξουγγία tallow fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξίγγι — και ξίγκι και ξύγκι, το 1. πάχος, λίπος που βρίσκεται κάτω από το δέρμα 2. κοινή ονομασία τής βουβωνοκήλης, αλλ. σπάσιμο, κατέβασμα 3. φρ. α) «βγάζει κι από την μύγα ξίγγι» λέγεται για άτομο που αποβλέπει μόνο στο συμφέρον του και εκμεταλλεύεται… … Dictionary of Greek